- ἀφοσιοῦμαι
- ἀφοσιόωpurify from guiltpres ind mp 1st sgἀφοσιόωpurify from guiltpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφοσιώνω — (AM ἀφοσιῶ, όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.) αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου νεοελλ. ( ώνομαι) 1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον 2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο 3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, η, ο ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός … Dictionary of Greek
προσαφοσιούμαι — όομαι, Μ αφοσιώνομαι πολύ σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀφοσιοῦμαι «αφοσιώνομαι»] … Dictionary of Greek